Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Driving licence
01
άδεια οδήγησης, δίπλωμα οδήγησης
an official document that shows someone is qualified to drive a motor vehicle
Dialect
British
Παραδείγματα
She finally obtained her driving licence after passing the road test on her first attempt.
Τελικά πήρε το διπλωμα οδήγησης της αφού πέρασε το δοκιμαστικό οδήγησης στην πρώτη της προσπάθεια.
It is important to carry your driving licence whenever you are behind the wheel.
Είναι σημαντικό να κουβαλάτε το διπλωμα οδήγησης σας όταν είστε πίσω από το τιμόνι.



























