Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Doubting Thomas
01
άπιστος Θωμάς, σκεπτικιστής
a person who doubts or refuses to believe anything that is presented to them without evidence or proof
Παραδείγματα
Despite the scientific evidence presented, she remains a Doubting Thomas when it comes to the theory's validity.
Παρά τα επιστημονικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν, παραμένει ένας άπιστος Θωμάς όταν πρόκειται για την εγκυρότητα της θεωρίας.
He's such a Doubting Thomas; he wo n't believe that the concert is canceled until he sees the official announcement.
Είναι ένας πραγματικός Άπιστος Θωμάς· δεν θα πιστέψει ότι η συναυλία ακυρώθηκε μέχρι να δει την επίσημη ανακοίνωση.



























