LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Doubling
/dˈʌblɪŋ/
/ˈdəbəɫɪŋ/, /ˈdəbɫɪŋ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "doubling"
Doubling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
raising the stakes in a card game by a factor of 2
02
increase by a factor of two
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
doubletree
doubleton
doublethink
doublet
doublespeak
doubloon
doubly
doubly transitive verb
doubly transitive verb form
doubt
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App