Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Double glazing
01
διπλό τζάμι, μονωτικό τζάμι
windows or doors that are made with two panes of glass separated by a gap, which provides better insulation and soundproofing
Παραδείγματα
The house was fitted with double glazing to improve energy efficiency.
Το σπίτι ήταν εφοδιασμένο με διπλά τζάμια για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης.
Double glazing helps reduce outside noise in busy areas.
Ο διπλός υαλοπίνακας βοηθά στη μείωση του εξωτερικού θορύβου σε πολυσύχναστες περιοχές.



























