LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Double crochet
/dˈʌbəl kɹəʊʃˈeɪ/
/dˈʌbəl kɹoʊʃˈeɪ/
Noun (1)
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "double crochet"
Double crochet
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a kind of crochet stitch
to double crochet
ΡΉΜΑ
01
make by double stitching
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
double creme
double cream
double contact
double clinch
double chin
double dagger
double damages
double date
double decomposition
double decomposition reaction
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App