Discontinuation
volume
British pronunciation/dˌɪskəntˌɪnjuːˈe‍ɪʃən/
American pronunciation/ˌdɪskənˌtɪnjuˈeɪʃən/

Ορισμός και Σημασία του "discontinuation"

Discontinuation
01

the act of discontinuing or breaking off; an interruption (temporary or permanent)

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store