Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
direct object
/dɚɹˈɛkt ˈɑːbdʒɛkt/
/daɪɹˈɛkt ˈɒbdʒɛkt/
Direct object
01
άμεσο αντικείμενο, άμεση αντικειμενική πτώση
(grammar) a noun, pronoun, or noun phrase that receives the action of the verb of a sentence
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
άμεσο αντικείμενο, άμεση αντικειμενική πτώση