Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
all day long
01
όλη μέρα, σε όλη τη διάρκεια της ημέρας
for the entire duration of the day without any interruption or break
Παραδείγματα
She listened to music all day long.
Άκουγε μουσική όλη μέρα.
He worked in the garden all day long.
Δούλευε στον κήπο όλη μέρα.



























