LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Alkylating agent
/ˈalkɪlˌeɪtɪŋ ˈeɪdʒənt/
/ˈælkɪlˌeɪɾɪŋ ˈeɪdʒənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "alkylating agent"
Alkylating agent
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an antineoplastic drug used to treat some forms of cancer
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
alkyl radical
alkyl halide
alkyl group
alkyl
alkyd resin
alkylbenzene
alkylbenzenesulfonate
alkylic
alkyne
all
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App