LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Dental surgery
/dˈɛntəl sˈɜːdʒəɹi/
/dˈɛntəl sˈɜːdʒɚɹi/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "dental surgery"
Dental surgery
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the branch of dentistry involving surgical procedures
word family
dental surgery
dental surgery
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
dental surgeon
dental school
dental scaler
dental record
dental public health
dental technician
dental water jet
dentaria
dentaria diphylla
dentate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App