
Αναζήτηση
algebraically
01
αλγεβρικά, αλγεβρικάς τρόπος
in a manner that is related to algebra
Example
The equation was solved algebraically, applying algebraic operations to isolate the variable.
Η εξίσωση λύθηκε αλγεβρικά, εφαρμόζοντας αλγεβρικές λειτουργίες για να απομονωθεί η μεταβλητή.
The system of linear equations was solved algebraically, finding values that satisfy all equations.
Το σύστημα των γραμμικών εξισώσεων λύθηκε αλγεβρικά, βρίσκοντας τιμές που ικανοποιούν όλες τις εξισώσεις.
Οικογένεια λέξεων
algebra
Noun
algebraical
Adjective
algebraically
Adverb

Συναφή Λέξεις