LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Deflective
/dɪflˈɛktɪv/
/dɪflˈɛktɪv/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "deflective"
deflective
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
capable of changing the direction (of a light or sound wave)
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
deflection
deflect
deflator
deflationary spiral
deflationary
deflector
deflexion
defloration
deflower
defoe
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App