LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cud
/kˈʌd/
/kˈʌd/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "cud"
Cud
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
food of a ruminant regurgitated to be chewed again
02
a wad of something chewable as tobacco
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cucurbitaceous
cucurbitaceae
cucurbita pepo melopepo
cucurbita pepo
cucurbita moschata
cudbear
cuddle
cuddlesome
cuddling
cuddly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App