Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to cross-pollinate
/ˈkɹɔˌspɑɫəˌneɪt/
/kɹˈɒspˈɒlɪnˌeɪt/
to cross-pollinate
01
διασταυρωμένη επικονίαση, γονιμοποιώ με μεταφορά γύρης
fertilize by transfering pollen
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
διασταυρωμένη επικονίαση, γονιμοποιώ με μεταφορά γύρης