LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Covered option
/kˈʌvəd ˈɒpʃən/
/kˈʌvɚd ˈɑːpʃən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "covered option"
Covered option
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a put or call option backed by the shares underlying the option
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
covered goods wagon
covered couch
covered bridge
covered
coverb
covered smut
covered stadium
covered stand
covered wagon
covering
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App