LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Controlling
/kəntɹˈəʊlɪŋ/
/kənˈtɹoʊɫɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "controlling"
controlling
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
able to control or determine policy
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App