LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Consumer credit
/kənsˈuːmə kɹˈɛdɪt/
/kənsˈuːmɚ kɹˈɛdɪt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "consumer credit"
Consumer credit
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a line of credit extended for personal or household use
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
consumer
consume
consumable
consultive
consulting service
consumer durables
consumer finance company
consumer goods
consumer loan
consumer price index
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App