Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
complementary color
/kˌɑːmplɪmˈɛntɚɹi kˈʌlɚ/
/kˌɒmplɪmˈɛntəɹi kˈʌlə/
Complementary color
01
συμπληρωματικό χρώμα, αντίθετο χρώμα
a color directly opposite another on the color wheel, creating a strong visual contrast when paired
Παραδείγματα
The artist used complementary colors, like blue and orange, to make the painting more vibrant.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε συμπληρωματικά χρώματα, όπως το μπλε και το πορτοκαλί, για να κάνει τη ζωγραφιά πιο ζωντανή.
In graphic design, pairing a color with its complementary color creates a striking and balanced composition.
Στον γραφικό σχεδιασμό, η σύζευξη ενός χρώματος με το συμπληρωματικό χρώμα του δημιουργεί μια εντυπωσιακή και ισορροπημένη σύνθεση.



























