Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Companionship
01
συντροφικότητα, συντροφιά
the delightful feeling that one has when accompanied by people one enjoys spending time with rather than being alone
Λεξικό Δέντρο
companionship
companion
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συντροφικότητα, συντροφιά
Λεξικό Δέντρο