LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Common year
/kˈɒmən jˈiə/
/kˈɑːmən jˈɪɹ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "common year"
Common year
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a year that is not a leap year
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
common wormwood
common wood sorrel
common wolffia
common white dogwood
common wheat
common yellowthroat
common yellowwood
common zebra
common-law
common-law marriage
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App