LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Common murre
/kˈɒmən mˈʌr/
/kˈɑːmən mˈɜː/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "common murre"
Common murre
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the most frequent variety of murre
word family
common murre
common murre
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
common multiple
common mugwort
common mosquito
common morel
common moonwort
common myrtle
common nardoo
common newt
common noun
common nuisance
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App