LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Common meter
/kˈɒmən mˈiːtə/
/kˈɑːmən mˈiːɾɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "common meter"
Common meter
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the usual (iambic) meter of a ballad
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
common measure
common market
common marigold
common madia
common mackerel
common milkwort
common mood
common moonseed
common moonwort
common morel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App