Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
comfort station
/kˈʌmfɚt stˈeɪʃən/
/kˈʌmfət stˈeɪʃən/
Comfort station
01
δημόσια τουαλέτα, κοινόχρηστη τουαλέτα
a toilet that is available to the public
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δημόσια τουαλέτα, κοινόχρηστη τουαλέτα