Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Color blindness
01
αχρωματοψία, έλλειψη όρασης χρωμάτων
a condition where a person has trouble seeing certain colors or distinguishing between them
Παραδείγματα
He has color blindness and can not tell the difference between red and green.
Έχει αχρωματοψία και δεν μπορεί να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ κόκκινου και πράσινου.
Color blindness makes it hard for some people to read traffic lights.
Ο αχρωματοψία καθιστά δύσκολο για ορισμένους ανθρώπους να διαβάζουν τα φανάρια.



























