Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Drama queen
01
βασίλισσα του δράματος, δραματικός/ή
a person who overreacts or exaggerates emotions, often creating unnecessary drama
Παραδείγματα
She's a drama queen, making a big deal out of nothing.
Είναι μια drama queen, που κάνει μεγάλη υπόθεση από το τίποτα.
Stop acting like a drama queen and calm down.
Σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν drama queen και ηρέμησε.



























