Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
hella
01
πολύ, σούπερ
very, extremely, or a lot of; used to intensify an adjective or quantity
Παραδείγματα
That movie had hella action scenes.
Αυτή η ταινία είχε πάρα πολλές σκηνές δράσης.
She's hella talented at painting.
Είναι πολύ ταλαντούχα στη ζωγραφική.



























