Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Baby daddy
01
πατέρας του παιδιού, βιολογικός γονέας
a man who is the father of someone's child, typically outside of marriage
Παραδείγματα
She's going to the park with her baby daddy.
Πηγαίνει στο πάρκο με τον baby daddy της.
His baby daddy helps with the school run every morning.
Ο baby daddy του βοηθά με τη μεταφορά στο σχολείο κάθε πρωί.



























