Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Beta male
01
ένα αρσενικό βήτα, ένας υποτακτικός άνδρας
a man considered timid, passive, or socially weak
Παραδείγματα
He acted like a beta male during the meeting and did n't speak up.
Συμπεριφέρθηκε σαν βήτα αρσενικός κατά τη διάρκεια της συνάντησης και δεν μίλησε.
That beta male let everyone choose the restaurant.
Αυτός ο βήτα αρσενικός άφησε όλους να επιλέξουν το εστιατόριο.



























