Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
top-of-the-form
01
ο καλύτερος της τάξης, στην κορυφή της τάξης
(of a person) achieving the highest marks or best results in a class, exam, or competition
Dialect
British
Παραδείγματα
She was always top-of-the-form in math.
Ήταν πάντα η πρώτη της τάξης στα μαθηματικά.
Being top-of-the-form earned him a scholarship.
Το να είναι ο πρώτος της τάξης του χάρισε μια υποτροφία.



























