Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
close quarters
/klˈoʊs kwˈɔːɹɾɚz/
/klˈəʊs kwˈɔːtəz/
Close quarters
01
στενή εγγύτητα, στενή επαφή
a situation of being uncomfortably close to someone or something
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
στενή εγγύτητα, στενή επαφή