Clear-eyed
volume
British pronunciation/klˈiəɹˈaɪd/
American pronunciation/klˈɪɹˈaɪd/

Ορισμός και Σημασία του "clear-eyed"

clear-eyed
01

mentally acute or penetratingly discerning

word family

clear-eyed

clear-eyed

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store