LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cinchonine
/sˈɪntʃənˌaɪn/
/sˈɪntʃənˌaɪn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cinchonine"
Cinchonine
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an alkaloid derivative of the bark of cinchona trees that is used as an antimalarial drug
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cinchona tree
cinchona pubescens
cinchona officinalis
cinchona ledgeriana
cinchona lancifolia
cincinnati
cincinnatus
cinclidae
cinclus
cinclus aquaticus
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App