Churchwarden
volume
British pronunciation/t‍ʃˈɜːt‍ʃwɔːdən/
American pronunciation/tʃˈɜːtʃwɔːɹdən/

Ορισμός και Σημασία του "churchwarden"

01

an officer in the Episcopal church who helps a parish priest with secular matters

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store