LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Church member
/tʃˈɜːtʃ mˈɛmbə/
/tʃˈɜːtʃ mˈɛmbɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "church member"
Church member
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a religious person who goes to church regularly
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
church key
church hat
church festival
church doctrine
church calendar
church mode
church mouse
church music
church of england
church of ireland
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App