Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chimpanzee
01
χιμπατζής, ανθρωποειδής πίθηκος
an intelligent ape, with mainly black fur, which has no tail and is native to the forests of western and central Africa
Παραδείγματα
The chimpanzee groomed its companion, carefully picking through its fur with nimble fingers.
Ο χιμπατζής περιποιήθηκε τον σύντροφό του, περνώντας προσεκτικά τα ευκίνητα δάχτυλά του από το τρίχωμά του.
Chimpanzees use tools like sticks and rocks to forage for food and solve problems, showcasing their remarkable intelligence.
Οι χιμπατζήδες χρησιμοποιούν εργαλεία όπως ραβδιά και πέτρες για να αναζητούν τροφή και να λύνουν προβλήματα, δείχνοντας την αξιοσημείωτη ευφυΐα τους.



























