Chicken casserole
volume
British pronunciation/tʃˈɪkɪn kˈasəɹˌəʊl/
American pronunciation/tʃˈɪkɪn kˈæsɚɹˌoʊl/

Ορισμός και Σημασία του "chicken casserole"

Chicken casserole
01

chicken cooked and served in a casserole

word family

chicken casserole

chicken casserole

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store