LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Chicken broth
/tʃˈɪkɪn bɹˈɒθ/
/tʃˈɪkɪn bɹˈɑːθ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "chicken broth"
Chicken broth
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a stock made with chicken
word family
chicken broth
chicken broth
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
chicken breast supreme
chicken breast
chicken and rice
chicken
chickasaw plum
chicken cacciatora
chicken cacciatore
chicken casserole
chicken coop
chicken cordon bleu
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App