LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Chestnut-coloured
/tʃˈɛstnʌtkˈʌləd/
/tʃˈɛstnʌtkˈʌlɚd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "chestnut-coloured"
chestnut-coloured
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having the brown color of chestnuts
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
chestnut-colored
chestnut-brown
chestnut-bark disease
chestnut tree
chestnut oak
chesty
chetah
chetrum
cheval glass
chevalier
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App