LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Chased
/tʃˈeɪst/
/ˈtʃeɪst/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "chased"
Chased
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person who is being chased
word family
chased
chased
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
chase up
chase tail
chase rainbows
chase out
chase off
chaser
chasid
chasidim
chasidism
chasing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App