Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Aeronaut
01
αεροναύτης, αεροπόρος
an individual who pilots or operates an aircraft
Παραδείγματα
The early days of flight saw brave aeronauts testing the limits of their rudimentary machines.
Οι πρώτες μέρες της πτήσης είδαν γενναίους αεροναύτες να δοκιμάζουν τα όρια των πρωτόγονων μηχανών τους.
Every aeronaut must undergo rigorous training to ensure safety in the skies.
Κάθε αεροναύτης πρέπει να υποβληθεί σε αυστηρή εκπαίδευση για να διασφαλιστεί η ασφάλεια στον ουρανό.
Λεξικό Δέντρο
aeronautic
aeronautics
aeronaut



























