Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chain mail
/tʃeɪn meɪl/
/tʃeɪn meɪl/
Chain mail
01
αλυσιδωτή πανοπλία, αλυσιδωτό
a type of armor made of small metal rings linked together in a pattern to form a protective mesh-like garment
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αλυσιδωτή πανοπλία, αλυσιδωτό