LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cenobitical
/sˌɛnəbˈaɪtɪkəl/
/sˌɛnəbˈaɪɾɪkəl/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "cenobitical"
cenobitical
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
of or relating to or befitting cenobites or their practices of communal living
eremitic
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cenobitic
cenobite
cenchrus tribuloides
cenchrus ciliaris
cenchrus
cenogenesis
cenogenetic
cenotaph
cenozoic
cenozoic era
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App