Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
CD player
01
CD player, αναπαραγωγός CD
an electronic device that is designed to playback audio CDs
Παραδείγματα
He bought a portable CD player to listen to his favorite albums.
Αγόρασε ένα φορητό CD player για να ακούσει τα αγαπημένα του άλμπουμ.
The CD player in the car stopped working after years of use.
Ο CD player στο αυτοκίνητο σταμάτησε να λειτουργεί μετά από χρόνια χρήσης.



























