LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cash equivalent
/kˈaʃ ɪkwˈɪvələnt/
/kˈæʃ ɪkwˈɪvələnt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cash equivalent"
Cash equivalent
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a highly liquid debt instrument with maturities of less than three months
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cash dispenser
cash crop
cash cow
cash card
cash basis
cash flow
cash game
cash in
cash in chips
cash in hand
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App