Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
carpenter's hammer
/kˈɑːɹpəntɚz hˈæmɚ/
/kˈɑːpəntəz hˈamə/
Carpenter's hammer
01
σφυρί ξυλουργού, σφυρί για βγάλσιμο καρφιών
a hammer with a cleft at one end for pulling nails
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σφυρί ξυλουργού, σφυρί για βγάλσιμο καρφιών