LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Capital expenditure
/kˈapɪtəl ɛkspˈɛndɪtʃə/
/kˈæpɪɾəl ɛkspˈɛndɪtʃɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "capital expenditure"
Capital expenditure
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the cost of long-term improvements
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
capital cost
capital asset
capital account
capital
capisce
capital gain
capital gains tax
capital letter
capital levy
capital loss
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App