Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
capillary vessel
/kˈæpɪlɚɹi vˈɛsəl/
/kˈapɪləɹi vˈɛsəl/
Capillary vessel
01
τριχοειδές αγγείο, τριχοειδής
any of the minute blood vessels connecting arterioles with venules
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τριχοειδές αγγείο, τριχοειδής