Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Camcorder
01
βιντεοκάμερα, καμκόρντερ
a portable device used to take pictures and videos
Παραδείγματα
He used a camcorder to film their vacation.
Χρησιμοποίησε μια βιντεοκάμερα για να γυρίσει τις διακοπές τους.
They set up a camcorder to document the event.
Τοποθέτησαν μια βιντεοκάμερα για να καταγράψουν την εκδήλωση.



























