LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Caloric
/kælˈɒɹɪk/
/kəˈɫɔɹɪk/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "caloric"
caloric
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
relating to or associated with heat
nonthermal
02
of or relating to calories in food
Παράδειγμα
Food
scientists
employ
a
calorimeter
to
measure
the
caloric
content
of
food
items
by
burning
them
and
measuring
the
resulting
heat
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App