Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to call something into question
01
to raise doubts about the validity, truthfulness, or reliability of something
Παραδείγματα
Her sudden change of story called her reliability into question.
Η ξαφνική αλλαγή της ιστορίας της θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της.
The new evidence called the integrity of the investigation into question.
Τα νέα στοιχεία αμφισβήτησαν την ακεραιότητα της έρευνας.



























